Σενάριο: Bill Forsyth
Φωτ:Chris Menges
μουσική: Mark Knopfler
Ερμ: Burt Lancaster , Peter Riegert , Fulton Mackay , Peter Capaldi , Jenny Seagrove , Denis Lawson
Διάρκεια: 112 λεπτά
O Αμερικανός Felix Happer(Burt Lancaster) είναι ο πλούσιος αλλά εκκεντρικός πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου μιας πετρελαϊκής εταιρείας, στο Χιούστον. Ωστόσο δεν απολαμβάνει τη δουλειά του. Αποκοιμιέται στις συνεδριάσεις και οι σύμβουλοι μιλούν ψιθυριστά για να μην τον ξυπνήσουν. Αντίθετα παθιάζεται με το ιδιωτικό του πλανητάριο και προσπαθεί να ανακαλύψει ένα νέο κομήτη στον οποίο θέλει να δώσει το όνομα του.
Η ερευνητική του ομάδα τον ενημερώνει για ένα μεγάλο νέο κοίτασμα πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα στα ανοικτά των ακτών της Σκωτίας. Η εταιρεία του θα προσπαθήσει να αγοράσει το ειδυλλιακό γραφικό ψαροχώρι Ferness για να χτίσει εκεί ένα διυλιστήριο. Ο “Mac” Maclntyre (Peter Riegert) επιλέγεται – λόγω του ονόματος του- να πετύχει την αγοραπωλησία. Ωστόσο δεν έχει καταγωγή από τη Σκωτία καθώς οι Ούγγροι μετανάστες γονείς του άλλαξαν το όνομα τους , ώστε να μοιάζει αμερικανικό.
Ο Happer του αναθέτει και ένα δευτερεύον καθήκον: να παρατηρεί τις κινήσεις κομητών στο νυχτερινό ουρανό . Παρόλο που οι ντόπιοι είναι πρόθυμοι να κλείσουν τη συμφωνία , ένας ερημίτης , ο Ben Knox, (Fulton Mackay )που ζει σε μια παραθαλάσσια καλύβα αρνείται να πουλήσει. Λέει ο Ben: «Ποιος θα φρόντιζε τότε την παραλία; Θα καταστρεφόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα». Η συμφωνία καθυστερεί και έτσι ο ίδιος ο Happer καταφθάνει για να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις, καθώς ο υπάλληλος του έχει παρασυρθεί από τη χαλαρότητα της ζωής του χωριού .Η συνάντηση των Ben και Happer – που με εμπνευσμένο τρόπο δεν απεικονίζεται -αποδεικνύεται ένα θαύμα προσωπικής αλληλεπίδρασης, καθώς η αγάπη για τη φύση μπορεί να ενώσει ακόμη και ανθρώπους που έρχονται από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες…
To «Ίνδαλμα της Πόλης» είναι μια αστεία και συγκινητική ταινία του Σκωτσέζου Bill Forsyth που φέρνει στο νου το χαρακτηριστικό στιλ των βρετανικών κωμωδιών των “’Ealing Studios’’. Ο λυρικός ρομαντισμός, το χιούμορ , και το υπερφυσικό στοιχείο θυμίζουν το «I Know Where I Am Going»(1944) του Michael Powell, ενώ η απεικόνιση μιας μικρής Σκωτσέζικης κοινότητας που βρίσκεται μπροστά σε μια απροσδόκητη ευκαιρία, θυμίζει το “Wisky Galore” (1949) του Alexander Mackendrick. Ωστόσο κάτω από την επικάλυψη της ανάλαφρης κωμωδίας -σύγκρουσης πολιτισμών, κρύβεται η προφητική προειδοποίηση για την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την κλιματική αλλαγή και ακόμη βαθύτερα το υπαρξιακό αδιέξοδο του ατόμου στην καπιταλιστική κοινωνία.
Η οπτική του Forsyth ξαφνιάζει ευχάριστα με τη πρωτοτυπία, τη φρεσκάδα, το λεπτό χιούμορ, τους χαμηλούς τόνους, την απουσία κλισέ. Εκεί που, για παράδειγμα, ο Ken Loach θα έδινε έμφαση στον οικονομικό ιμπεριαλισμό της εταιρίας και τις μη αναστρέψιμες συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον, ο Forsyth κάνει το «αντίστροφο» και αφοσιώνεται στον μετασχηματισμό του ψυχισμού των ηρώων, με έμφαση στον χαρακτήρα του Mac.
Στην αρχή ,το νεαρό στέλεχος της πολυεθνικής εταιρίας είναι παγιδευμένο στον ψυχοφθόρο ανταγωνιστικό αγώνα για πλούτο και εξουσία. Ωστόσο στo ψαροχώρι, γνωρίζει τους ντόπιους ,μυείται στον τρόπο ζωής τους ,αφήνεται να παρασυρθεί από την απλότητα και την ομορφιά των σκωτσέζικων ακτών. Περπατά στην παραλία , παρατηρεί τον ουρανό και μαγεύεται από τη λαμπρότητα των χρωμάτων και των σχεδίων του “ Aurora borealis ”. Η μόνη σύνδεση του με την έδρα της εταιρίας του είναι το δημόσιο τηλέφωνο του χωριού.
Σε μια θαυμάσια σκηνή , προχωρά στα βράχια συλλέγοντας κοχύλια .Βγάζει το πανάκριβο ρολόι – από το οποίο ακούγεται συναγερμός, κάθε φορά που έχει συνδιάσκεψη – και το ξεχνά στο έδαφος. Το ρολόι βυθίζεται σε μια λακκούβα και ο ήχος του συναγερμού ξεθωριάζει μέσα στο νερό. Η ώρα της διάσκεψης δεν απασχολεί τον Mac. Η αποστολή του έχει μετατραπεί σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αναθεώρησης αξιών.
Η λιτή και υπαινικτική αφήγηση του Forsyth επιτρέπει και στους υποστηρικτικούς χαρακτήρες να «αναπνεύσουν» και να αναδειχθούν ισότιμα. Ο ιδιοκτήτης του μοναδικού πανδοχείου , εκτελεί επίσης χρέη λογιστή, μπάρμαν και ό,τι άλλο χρειαστεί , ενώ όταν ξεκλέβει λίγο χρόνο συνευρίσκεται ερωτικά με την αισθησιακή σύζυγο του. Υπάρχουν ακόμη ο τοπικός συνεργάτης της εταιρίας με το αστείο βάδισμα και την παχιά προφορά, ο Αφρικανός ιερέας, η όμορφη νεαρή υδροβιολόγος με πέλματα που παραπέμπουν σε γοργόνα(!) και ο Ρώσος ναυτικός με το πολύ ασυνήθιστο στυλ ως τραγουδιστής country.Ωστόσο η πιο απολαυστική φιγούρα είναι αυτή του ψυχοθεραπευτή του Happer. Η πρωτοποριακή του μέθοδος είναι να εισβάλλει στο γραφείο του «ασθενούς» και να τον βασανίζει λεκτικά. Μάλιστα δείχνει να το απολαμβάνει τόσο , που δεν σταματά ακόμη κι όταν ο Happer τον πετά έξω από το γραφείο.
Ο Forsyth ξέρει να στήνει μικρές όμορφες σκηνές ,χωρίς δράση , χωρίς συγκρούσεις αλλά με αυθεντικότητα ,με βαθιά αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους. Βρίσκει τον ιδανικό τόνο που ταιριάζει με το παραμυθένιο σκηνικό συνθέτοντας μια ουτοπική αντίθεση στον υλισμό της κεντρικής ιστορίας. Η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Chris Menges και το score του Mark Knopfler (των Dire Straits) αναδύουν νοσταλγία ,μελαγχολία και ανθρώπινη θέρμη.
Στον αινιγματικό επίλογο ο Mac επιστρέφει στο μοντέρνο διαμέρισμα του , στο Χιούστον. Απλώνει στον πάγκο της κουζίνας του μια χούφτα βότσαλα και κελύφη και καρφιτσώνει στο τοίχο μερικές φωτογραφίες που φανερώνουν και έναν ανεκπλήρωτο έρωτα . Η σκηνή σκοτεινιάζει και ξανανοίγει με ένα πανοραμικό πλάνο από το ψαροχώρι ,ενώ το τηλέφωνο στον άδειο κόκκινο θάλαμο αρχίζει να χτυπά.